- φιλύποπτο
- kuşkucu, şüpheci
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φιλύποπτος — η, ο, Ν αυτός που υποπτεύεται εύκολα, καχύποπτος, δύσπιστος. επίρρ... φιλυπόπτως και φιλύποπτα Ν με φιλύποπτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ύποπτος] … Dictionary of Greek
Ελισάβετ — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αγία από τη φυλή του Λευί, μητέρα του αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Ήταν συγγενής της Θεοτόκου και σύζυγος του ιερέα Ζαχαρία. Σύμφωνα με την παράδοση, αν και η Ε. δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει και… … Dictionary of Greek